- διάβα
- I η , τό1) проход, проезд; переправа; переход, переезд; 2) прохождение, течение (времени);
με τού καιρού τα διάβατα — со временем
διάβα2II προστ. от διαβαίνω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με τού καιρού τα διάβατα — со временем
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάβα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 754 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, 25 χλμ. ΒΔ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμπάκας. * * * η και το 1. διάβαση 2. πέρασμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
διάβα — το άκλ., η διάβαση, η διέλευση, το πέρασμα: Ο τυφώνας κατάστρεψε τα πάντα στο διάβα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάβα — διαβαίνω stride aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάσαις — διαβά̱σαις , διαβαίνω stride aor part act fem dat pl (attic epic ionic) διαβά̱σαις , διαβαίνω stride aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) διαβά̱σαις , διαβαίνω stride aor opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάσας — διαβά̱σᾱς , διαβαίνω stride aor part act fem acc pl (attic epic ionic) διαβά̱σᾱς , διαβαίνω stride aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάλαι — διαβά̱λαῑ , διαβάλλω throw aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάς — διαβά̱ς , διαβαίνω stride aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάσαι — διαβά̱σαῑ , διαβαίνω stride aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάσαντες — διαβά̱σαντες , διαβαίνω stride aor part act masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάσωσι — διαβά̱σωσι , διαβαίνω stride aor subj act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάσωσιν — διαβά̱σωσιν , διαβαίνω stride aor subj act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)